30 Ιουνίου 2024

Φοβερή διήγηση!

 ΦΟΒΕΡΗ ΔΙΗΓΗΣΗ:
Στα  πολύ παλιά χρόνια, τότε που γνώρισε τον μαρτυρικό θάνατο ο άγιος του Χριστού Μερκούριος (3ος αιώνας), 
είχε κάνει πολύ μεγάλη αίσθηση τόσο το μαρτύριό του όσο και ο θάνατος του Ιουλιανού του Παραβάτου απ’ το ίδιο το χέρι του στρατηλάτου Μερκουρίου, 
κι ας ήταν ήδη τούτος ο Μάρτυς από καιρό σωματικά θανατωμένος. 
Εκείνα τα χρόνια λοιπόν, ζούσε σ’ εκείνα τα μέρη της μακρινής Καππαδοκίας ένας ιερεύς που δεν πρόσεχε τον βίο του. 
Πολλές φορές τον μάζευε η πρεσβυτέρα του μέσ’ από τα καπηλειά όπου έπινε και μεθούσε μαζί με τους μπεκρήδες και τους μεθύστακες του χωριού. Αυτό γινόταν αιτία να θλίβεται κατάβαθα η πρεσβυτέρα του και να στενοχωριέται πολύς κόσμος της ενορίας. 
Του έκαναν με τρόπο παρατηρήσεις, συστάσεις, μα εκείνος τίποτε:
—Εσείς να κοιτάτε τη δουλειά σας! Ξέρω εγώ!
Κι εκείνοι λυπόντουσαν, μα δεν μπορούσαν να κάνουν και τίποτε άλλο.
Μια μέρα, χτύπησαν την πόρτα του παπά. 
Βγήκε η πρεσβυτέρα ν’ ανοίξει. 
Ήταν μια νέα κοπέλα που δούλευε στο σπίτι ενός μεγάλου άρχοντα του τόπου.
     Λέει στην πρεσβυτέρα:
—Θέλω τον ιερέα. Πού είναι;
—Δεν ξέρεις κορίτσι μου –απαντά εκείνη καταστενοχωρημένη–, πού βρίσκεται ο ιερέας; 
Σύρε στο καπηλειό κι εκεί θα τον βρεις στα σίγουρα.
—Εκεί δεν μπορώ να πάω εγώ. 
Αν θέλετε, όμως, να του πείτε εσείς πως ο αυθέντης μου τον παρακαλεί, αύριο να λειτουργήσει και να κάνει και μνημόσυνο για τους γονιούς του. 
Θα έρθει στην εκκλησία με όλη την οικογένειά του και τους συγγενείς του.
Η κοπέλα χαιρέτησε κι έφυγε. 
Η πρεσβυτέρα πήρε να συλλογίζεται το πράγμα. 
Στο τέλος το αποφάσισε. 
Φωνάζει την μεγαλοκοπέλα που είχαν για βοηθό του σπιτιού και της λέει:
—Εγώ θα φύγω και θα πάω να ιδώ την μάνα μου και θα κοιμηθώ εκεί. 
Όταν έρθει ο παπάς, βοήθησέ τον να φάει και να ξαπλώσει· 
και πες του πως ο τάδε άρχοντας τον παρακαλεί να λειτουργήσει αύριο πρωί για να κάνει το μνημόσυνο για τους γονιούς του. 
Φρόντισε να κοιμηθεί γλήγορα, γιατί έχει να λειτουργήσει.
Σε λίγο η πρεσβυτέρα έφυγε κι έμεινε μόνη της η βοηθός του σπιτιού να συγυρίζει και να συμμαζεύει το νοικοκυριό και να ετοιμάζει το βραδινό φαγητό. 
Σαν ήρθε το βράδυ, έφτασε κι ο παπάς, τύφλα στο μεθύσι. 
Πήγε κατευθείαν κι έπεσε όπως ήταν στο κρεβάτι. 
Μόλις και μετά βίας η βοηθός τού έβγαλε τα παπούτσια και το χοντρό ράσο του. 
Πήγε μετά να φάει, μα ο νους της ήταν αλλού. 
Σκεφτόταν τον παπά που κοιμόταν μεθυσμένος. 
Σα να μπήκε ο διάβολος μέσα της και την έσπρωχνε στον πειρασμό. Αντιστάθηκε λίγο, μα δεν άργησε να υποκύψει και να νικηθεί. 
Ξεγυμνώθηκε λοιπόν και ξάπλωσε να κοιμηθεί δίπλα στον ιερέα, όσο μπορούσε πιο κοντά. 
Καθώς ανάσαινε το αντρικό κορμί, αναρριγούσε ολόκληρη και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. 
Δεν τολμούσε, όμως, να τον ξυπνήσει. 
Ντρεπόταν. 
Κάποια στιγμή, ωστόσο, αγγίζοντας με τα χέρια του ο παπάς το γυναικείο κορμί, σα να μισοξύπνησε. 
Κι εκεί στα σκοτεινά, νομίζοντας πως είναι η πρεσβυτέρα του, έσμιξε και κοιμήθηκε μαζί της.
Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, έφτασε στο σπίτι της η πρεσβυτέρα για να ετοιμάσει τον παπά της για τη λειτουργία. 
Πάει στο υπνοδωμάτιο και τον βρίσκει ακόμη να κοιμάται.
Θυμωμένη του φωνάζει:
—Ακόμα κοιμάσαι, παπά μου; Δεν σου παράγγειλα πως ο τάδε άρχοντας έχει λειτουργία και μνημόσυνο των γονιών του; 
Σήκω γρήγορα να ψάλεις την ακολουθία σου και να προετοιμαστείς για τη θεία Λειτουργία!
Ο παπάς γύρισε στο άλλο πλευρό και ξανακοιμήθηκε. 
Σε λίγο γύρισε η πρεσβυτέρα πάλι και τον βλέπει να κοιμάται.
     Οργισμένη του φωνάζει:
—Δεν σου είπα να σηκωθείς γρήγορα, γιατί έχεις να λειτουργήσεις;!...
Εκείνος την κοίταξε κατάματα, χαμογέλασε με νόημα και της λέει:
—Δεν ξέρεις τι λες, μου φαίνεται, παπαδιά! 
Καλά, δεν θυμάσαι τι κάναμε απόψε τη νύχτα, και μου λες πως «έχω να λειτουργήσω»;
     Ξαφνιασμένη τον αγριοκοίταξε η παπαδιά:
—Τι λες, ευλογημένε;! Τι «κάναμε», αφού έφυγα πριν έρθεις και πήγα στο σπίτι του πατέρα μου και κοιμήθηκα;! 
Επειδή ακριβώς είχες να λειτουργήσεις…
Πριν να προχωρήσει το λόγο της η παπαδιά, σκυθρώπιασε ο παπάς. 
Μια θλίψη χύθηκε στο πρόσωπό του. 
Μόλις μπόρεσε ν’ αρθρώσει από ντροπή και στενοχώρια τη φράση:
—Εγώ, πάντως, κοιμήθηκα με μια γυναίκα που βρέθηκε στο κρεβάτι μου απόψε και, πιωμένος καθώς ήμουν, νόμιζα πως ήσουν εσύ…
 Η παπαδιά αισθάνθηκε πνίξιμο στο λαιμό και δεν μπορούσε να μιλήσει. 
Ο παπάς άρχισε να ψάχνει μέσα του, για να θυμηθεί κάτι πιο συγκεκριμένο, αλλά ήταν αδύνατον. 
Τότε η παπαδιά σκέφτηκε να ρωτήσει την υπηρέτρια, μήπως είδε τίποτε, μήπως γνώριζε κάτι. 
Εκείνη κατέβασε το κεφάλι και ψιθύρισε κλαίγοντας:
—Εγώ φταίω για όλα
! Ο σατανάς μπήκε μέσα μου και μ’ έβαλε σε πειρασμό. 
Ξεντύθηκα κι έπεσα δίπλα του καθώς κοιμόταν κι εκείνος με κοιμήθηκε, δίχως να ιδεί και να γνωρίζει με ποια γυναίκα κοιμάται…
Άρχισαν και οι δυο γυναίκες τότε να κλαίνε και να φωνάζουν. Τα λόγια τους, ασυνάρτητα, έδειχναν τη μεγάλη ταραχή και την ακράτητη λύπη τους.
     Τότε ο ιερεύς μπήκε στη μέση και τις λέει:
—Κλείστε το στόμα σας κι οι δυο και μην πείτε σε κανέναν τίποτε! 
Αν σας ξεφύγει κάτι και φτάσει στ’ αυτιά των εκκλησιαστικών και των άλλων αρχόντων, μας περιμένει μεγάλη τιμωρία. 
Επειδή, όμως, ο μεγάλος Θεός είναι σπλαχνικός και γεμάτος έλεος για κάθε αμαρτωλό, θα εξομολογηθώ και θα εξιλεωθώ μπροστά του…
Πλύθηκε, ντύθηκε, άνοιξε το λειτουργικό βιβλίο του κι άρχισε να ψάλλει τα προκαταρτικά του Όρθρου. 
Μετά, θες από σεβασμό στον άρχοντα, θες από ντροπή, τράβηξε για την εκκλησιά να λειτουργήσει και να κάμει και το μνημόσυνο.
Όλα πήγαιναν καλά. Κανείς δεν υποψιάστηκε το παραμικρό. 
Σαν έφθασε, όμως, στην ευχή της Προθέσεως, μετά την Προσκομιδή, και άρχισε να λέει
: «Ὁ Θεός, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ τὸν οὐράνιον ἄρτον, τὴν τροφὴν τοῦ παντὸς κόσμου, τὸν Κύριον ἡμῶν καὶ Θεὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐξαποστείλας…», 
παρουσιάστηκε μέσα σε μια αιφνίδια αστραπή ένας άγγελος και τον παραμέρισε για να τελειώσει εκείνος την Πρόθεση. 
Κοίταξε, μάλιστα, πολύ αυστηρά τον ιερέα και του λέει:
—Αχ, αφορισμένε του Θεού και ταλαίπωρε! 
Πώς τόλμησες να ’ρθείς και ν’ αγγίξεις τ’ άχραντα Μυστήρια για να λειτουργήσεις; 
Δεν ξέρεις πως είσαι ακάθαρτος και βέβηλος, ύστερα από την αμαρτία που διέπραξες αυτή τη νύχτα; 
Εμείς οι άγγελοι, παρ’ όλο που είμαστε άυλοι κι ασώματοι, ντρεπόμαστε ν’ ατενίσουμε το πρόσωπο του Θεού, αλλά με τα φτερά μας περικαλύπτουμε τα πρόσωπά μας και στεκόμαστε μπροστά εκεί με φόβο και τρόμο· κι εσύ, καταφρονώντας τ’ Άγια των Αγίων, τόλμησες να τ’ αγγίξεις με τ’ αμαρτωλά χέρια σου και ήθελες να τα πάρεις και στα βρώμικα χείλη σου;!...
     Ο ιερεύς, απορημένος, έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα να τον κοιτάζει. Και μετά οργισμένος γυρίζει και του λέει:
—Επειδή με τέτοιον τρόπο μου μίλησες και μ’ αφόρισες απ’ τον Θεό, από τη στιγμή αυτή νά ’σαι κι εσύ αφορισμένος!
Δεν πρόλαβε ο ιερεύς να τελειώσει τη φράση του κι αμέσως έπεσαν τα φτερά του Αγγέλου! 
Άπτερος, όπως όλοι οι άνθρωποι, έμεινε μέσα στην εκκλησιά, 
μα δίχως να το καταλάβει ο ιερεύς, 
που μετά τη θεία Λειτουργία πήγε στο σπίτι του άρχοντα κι έφαγε για μεσημέρι· κι ύστερα πήγε στο σπίτι του.
Πέρασαν λίγες μέρες κι έτυχε να πεθάνει ένας άνθρωπος σ’ εκείνη τη μεγάλη πολιτεία. Κάλεσαν πολλούς ιερείς στην κηδεία, κάλεσαν κι εκείνον, να ψάλλουν την εξόδιο ακολουθία. 
Στο τέλος, όταν οι ιερείς έλεγαν με τη σειρά τους την ευχή, ήρθε και η δική του σειρά να πει το «
Ὅτι Σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις, ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάπαυσις…» και, τότε, μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων των παρισταμένων, ο νεκρός ανασηκώθηκε απ’ το νεκροκρέβατό του και λέει στον ιερέα:
—Μπορεί και νεκρούς ακόμη ν’ αναστήσεις, αλλά δεν είσαι πια άξιος να φορέσεις το πετραχήλι σου ή να λειτουργήσεις ή να κάνεις κάτι από τα ιερατικά καθήκοντα.
Και μόλις είπε την τελευταία λέξη, ο νεκρός ξανάπεσε πάλι στο νεκροκρέβατο, όπως και πριν. 
Όμως ο λαός και όλοι οι ιερείς αναστατώθηκαν. 
Άρχισαν να σκέφτονται και να ρωτούν τι να σημαίνουν όλ’ αυτά τα παράδοξα που είδαν και άκουσαν. 
Τέλος, κάλεσαν τον ιερέα να τους δώσει μια εξήγηση:
—Πες μας, πάτερ, τι σημαίνει τούτο το εξαίσιο και παράδοξο θαύμα;
—Τότε ο ιερεύς, συντετριμμένος, εξομολογήθηκε μπροστά σ’ όλους το αμάρτημά του, κατεβάζοντας από ντροπή το κεφάλι του. 
Και, σχεδόν με μια φωνή, όλοι οι ιερείς τού είπανε πικρά:
—Από σήμερα και πέρα, πάτερ, δεν θα λειτουργήσεις πια μαζί μας· κάνε μόνος σου ό,τι θέλεις και όπως θέλεις!...
Κι έφυγε ο ιερεύς για το σπίτι του καταλυπημένος. 
Εκεί, θρηνώντας και κλαίγοντας, ρωτάει την πρεσβυτέρα του και τα παιδιά του:
 —Τι πρέπει να κάνω τώρα, ύστερα απ’ όλ’ αυτά; Πώς θα σας θρέψω;…
Όμως, κανείς δεν τολμούσε να του πει κάτι, έστω και για παρηγοριά. Ώσπου, σε κάποια στιγμή, ο ίδιος είπε αποφασιστικά:
—Να, τι θα κάνουμε: θα φύγουμε από τούτη ’δω την πολιτεία και θα πάμε αλλού, σ’ άλλον τόπο· εκεί, δεν θα μας γνωρίζει κανείς και θα ζήσουμε ήσυχα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μας.
Πήρε, λοιπόν, ο ιερεύς όλη τη φαμίλια του και μετακόμισε. 
Διάλεξε μια νέα πολιτεία για να ζήσει, έναν τόπο μακρινό και άγνωστο. 
Κανείς δεν τους ήξερε και ούτε μπορούσαν να υποψιαστούν το δράμα τους. 
Ο ιερεύς άρχισε να λειτουργεί ανενόχλητος. 
Ωστόσο, και ο ιερεύς και οι γύρω του στην οικογένεια, έβλεπαν πως ο αφορισμένος απ’ τον άγγελο παπάς δεν άλλαξε καθόλου· 
παρέμενε ο ίδιος ακριβώς, όπως ήταν εκείνη τη στιγμή που αντάλλαξαν τους αφορισμούς με τον άγγελο! 
Εκτός μόνο από μια μικρή λεπτομέρεια: το πρόσωπό του γινότανε σιγά-σιγά όλο και πιο μελανό! 
Κατά τ’ άλλα, ο καιρός και τα χρόνια περνούσανε και αλλάζανε, μα ο παπάς έμενε πάντα ο ίδιος: αγέραστος!
Με τα χρόνια, κάποια στιγμή, αναπαύθηκε η πρεσβυτέρα του. 
Ύστερα από κάμποσα χρόνια πέθαναν και τα παιδιά του· 
ύστερα, πολύ αργότερα, πέθαναν κι όλα τα εγγόνια του. 
Κι έμεινε μόνος του ο παπάς, στην ίδια πάντα ηλικία που βρισκότανε όταν τσακώθηκε με τον άγγελο. Έτσι, έφτασε να ζει τριακόσια εβδομήντα ολόκληρα χρόνια!
Εκείνα τα χρόνια την Εκκλησία της περιοχής διακονούσε κάποιος ονομαστός μητροπολίτης που είχε μεγάλη φήμη δίκαιου και λόγιου επισκόπου. Όταν, λοιπόν, έφτασε η γιορτή του αγίου μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, ο άρχοντας του τόπου –ο οποίος τιμούσε ιδιαίτερα τον άγιο–, κάλεσε τον αρχιερέα και τους ιερείς του τόπου. Βρέθηκε και ο ανάξιος ιερεύς εκεί. Στην τράπεζα, μετά τη θεία Λειτουργία, ο φιλομόναχος επίσκοπος αντί για όποιο άλλο ανάγνωσμα, όπως κάνουν στα μοναστήρια, πήρε να διηγείται το Συναξάρι του αγίου της ημέρας. 
Όλος ο κόσμος, που βρισκόταν εκεί και γύρω από το τραπέζι, άκουγε προσεκτικά τον βίο και τα μαρτύρια του αγίου Μερκουρίου: 
πώς μεγάλωσε στη Σκυθία, πώς μπήκε στον ένδοξο στρατό, πώς ήτανε ωραίος και ξανθός νέος, υψηλός και μεγαλοπρεπής και γενναίος στους πολέμους, 
πώς έφτασε στα εικοσιπέντε χρόνια του για να γίνει λαμπρός στρατάρχης· πώς, μετά, ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό, πώς τον συνέλαβαν, 
πώς τον φυλάκισαν και τον έδεσαν σε τέσσερις πασσάλους, 
πώς τον χτυπούσαν με ξίφη και μαστίγια ενώ από κάτω είχαν ανάψει φωτιά να καίγεται το μαρτυρικό και καταματωμένο σώμα του, 
πώς τον κρέμασαν κατακέφαλα και τον φραγγέλωναν με χάλκινα μαστίγια 
και πώς τον έστειλαν κατόπιν στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου τον θανάτωσαν με ξίφος…
Δεν ήθελε, βέβαια, ο ανάξιος ιερεύς ούτε να διακόψει ούτε να διορθώσει τον επίσκοπο, μα κάποια στιγμή γυρίζει και του λέει:
—Καλά τα λέει η αγιοσύνη σου, δέσποτά μου, αλλά τούτα είναι όσα διάβασες κι έμαθες από το Συναξάρι του αγίου. Αν θέλεις όμως να μάθεις όλες τις λεπτομέρειες και τα μαρτύρια του Αγίου Μερκουρίου, ρώτα κι εμένα που βρισκόμουν εκεί τότε κι ήμουν παρών κι έβλεπα τους άθλους και τα μαρτύριά του όλα, καθώς ήμασταν γείτονες και πολλές φορές τρώγαμε και συζητούσαμε μαζί…
Ο επίσκοπος ξαφνιάστηκε κάπως δυσάρεστα με τούτα τα λόγια και κοίταξε με δυσπιστία τον ιερέα:
—Εσύ δεν είσαι ούτε σαράντα χρονών και λες πως γνώρισες κι έφαγες μαζί με τον άγιο και τον συναναστράφηκες σαν γείτονα;! 
Κάποιο λάθος θα κάνεις, πάτερ μου! 
Σου θυμίζω πως, από τον καιρό που μαρτύρησε ο άγιος Μερκούριος, έχουν περάσει τριακόσια εβδομήντα χρόνια· κανονικά, λοιπόν, εσύ τότε ήσουν αγέννητος. 
Πώς τώρα μας λες πως τον γνώρισες από κοντά και πως είδες, μάλιστα, και τα μαρτύριά του;!...
Ωστόσο, σαν είδε ο επίσκοπος την επιμονή του παπά και τον όρκο του πως λέει την αλήθεια και όχι φαντασίες ή ψέματα, κατάλαβε πως κάτι το παράδοξο και θαυμαστό πρέπει να συμβαίνει με τον κατάμαυρο ιερέα. Κάνει ευχαριστία, τελειώνουν τα τυπικά του επίσημου τραπεζιού και παίρνει κατά μέρος τον ιερέα και του λέει:
—Πες μου, πάτερ μου, όλα όσα ξέρεις και όλα όσα έζησες με λεπτομέρειες, σα νά ’χω πετραχήλι κι εξομολογείσαι· ειλικρινά και με το χέρι στην καρδιά και στην ιερατική σου τιμή και συνείδηση, για να μάθω κι εγώ και για να ησυχάσεις κι εσύ, αν έχεις κάποιο βάρος.
Ο ιερεύς έβλεπε με σεβασμό την αγία μορφή του επισκόπου και αφέθηκε με εμπιστοσύνη στα έμπειρα και διακριτικά του λόγια· στα χέρια ενός αγίου γέροντα-πνευματικού που τόσο είχε ανάγκη. 
Πήρε, λοιπόν, από την αρχή τον βίο του και είπε όλα όσα είχε ζήσει κι ό,τι βάραινε τη συνείδησή του. 
Ιδιαίτερα επέμενε στο πώς κοιμήθηκε με την υπηρέτριά του και στο πώς αλληλοαφοριστήκανε με τον άγγελο του Κυρίου κι έμειναν από τότε ασυμφιλίωτοι.
Ο επίσκοπος άκουγε προσεκτικά, δίχως να δείχνει τα αισθήματα οργής ή λύπης που, κάποιες στιγμές, τον κυρίευαν. 
Όταν τελείωσε ο ιερεύς την εξομολόγησή του, πήρε το πιο γλυκό και στοργικό του ύφος και του λέει:
 —Άκουσέ με, πάτερ μου και τέκνον μου: πρέπει να ξέρεις πως ο άγγελος που σ’ έδεσε, αν δεν συμφιλιωθείς μαζί του, θα σ’ έχει έτσι δεμένο στον αιώνα τον άπαντα και για τιμωρία σου θα ζεις και δεν θα μπορείς να πεθάνεις για ν’ αναπαυθεί το σώμα σου και η ψυχή σου. 
Το καλό που σου θέλω, λοιπόν, πήγαινε ξανά και, μάλιστα, το γρηγορότερο σ’ εκείνη εκεί την εκκλησιά όπου δεθήκατε με τα δεσμά του αφορισμού εσύ κι ο άγγελος. Και μάθε πως και ο άγγελος βρίσκεται εκεί για πάντα, μια που του έχουν πέσει τα φτερά και τον έχεις δέσει με τον ιερατικό σου λόγο, με αρά και με επιτίμιο.
Καταλυπημένος ο ιερεύς αποκρίθηκε:
 —Άγιε του Θεού και δέσποτά μου, δεν μπορώ να κάμω κάτι τέτοιο γιατί είναι πολύ μακριά εκείνη η εκκλησιά και δεν έχω ούτε χρήματα ούτε και άλογο να καβαλικέψω και να πάω. 
Είμαι καταδικασμένος…
 —Μη το λες αυτό! του λέει ο επίσκοπος. Κάποτε πήρες την απόφαση κι έφυγες από ’κείνα τα μέρη· τώρα, όσος κι αν είναι ο δρόμος –ίδιος βέβαια με το δρόμο που έκαμες τότε για νά ’ρθεις εδώ–, πρέπει οπωσδήποτε να τον κάμεις. 
Γιατί, αν δεν πας εκεί να συμφιλιωθείτε, ούτε και ο άγγελος θα μπορέσει να πάρει ξανά τα φτερά του και ν’ ανέβει στους Ουρανούς.
Πέρασε κάμποση ώρα και ο ιερεύς έκλαιγε με λυγμούς. Ο επίσκοπος τον λυπήθηκε. Τα σπλάχνα οικτιρμών τον ανάγκαζαν να δείξει περισσότερη αγάπη:
—Έλα, μην κλαις! Η αγάπη και το έλεος που μας δίδαξε ο Χριστός δεν μου επιτρέπουν να σ’ αφήσω έτσι. Θα πάμε, λοιπόν, μαζί. 
Εγώ θα σου δώσω και άλογο και σου κάνω ό,τι έξοδα χρειαστούν για τον δρόμο, ίσαμε να φτάσουμε εκεί που θέλεις. Πάμε!...
Πέρασαν αρκετές μέρες ώσπου να φτάσουν στην πολιτεία που είχε αφήσει ο ανάξιος ιερεύς. 
Όμως η θλίψη του παπά μεγάλωσε όταν πλησίασαν τον τόπο: όλη η πολιτεία ήταν πλέον έρημη και γκρεμισμένη, σα νά ’χε περάσει τυφώνας φοβερός ύστερα από κοσμοϊστορικό σεισμό! 
Λυγμοί ανέβαιναν στο λαιμό του παπά κι έπνιγαν την αναπνοή του.
Ο επίσκοπος πήρε βαθειά ανάσα και τον ρωτάει:
 —Αυτή είναι η πατρίδα σου;
—Ναι, λέει ο ιερεύς, αλλά έχει καταπέσει, δέσποτά μου, κι έχει γίνει όλο ερείπια. Φαίνεται πως όλα πια ρημάξανε…
 —Για πες μου, τον ξαναρωτά, θυμάσαι πού κοντά βρισκόταν η εκκλησία;
 Ο ιερεύς έψαξε παντού, με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια. Στο βάθος είδε μια συστάδα δέντρων κι έδειξε με το χέρι του:
—Απ’ ό,τι θυμάμαι, δέσποτα, μου φαίνεται πως εκεί στα δέντρα πρέπει νά ’τανε η εκκλησιά.
Πήγαν προς τα ’κει, αλλά κι εκεί όλα τα χτίσματα ήταν χαλασμένα. Μόνο ένα κομμάτι από το ιερό Βήμα έστεκε γερό και όρθιο. 
Πήγαν προς τα ’κει κι, αφού ξεπέζεψαν από τ’ άλογα, λέει ο επίσκοπος στον ιερέα:
 —Πήγαινε μέσα στο ιερό Βήμα.
     Μόλις μπήκε μέσα στο μισογκρεμισμένο Βήμα ο ιερεύς, βλέπει τον άγγελο να στέκει και να περιμένει όρθιος κι ακούνητος. Εκείνος αναγνώρισε τον ιερέα και του λέει:
—Ζεις ακόμα, φτωχέ παππούλη μου;
 —Ναι, του λέει ο ιερεύς, ζω ακόμη! Μα κι εσύ στέκεσαι ακόμη στον ίδιο τόπο;
—Ναι! του απαντά ο άγγελος. 
Κι έκανες πολύ καλά που ήρθες για να συγχωρήσουμε ο ένας τον άλλον και να συμφιλιωθούμε.
Συγκινημένος ο ιερεύς τού λέει:
—Ευλόγησον, άγιε άγγελε του Θεού! Συγχώρεσέ με! Κι έσκυψε προς αυτόν από σεβασμό.
Ο άγγελος τον ανασήκωσε και του λέει:
—Πρώτα εσύ πρέπει να με συγχωρήσεις, πάτερ μου, κι ύστερα εγώ εσένα. Έτσι και σε συγχωρήσω εγώ πρώτος, την ίδια στιγμή θα πεθάνεις κι εγώ θα μείνω για πάντα πια εδώ δεμένος και δίχως τα φτερά μου.
Ο ιερεύς έδειξε λίγο σκεφτικός και ύστερα του λέει στενοχωρημένος:
— Όμως, αν πρώτος εγώ σε συγχωρήσω, τότε είναι που θα πάρεις πάλι τα φτερά σου, θ’ ανέβεις στους Ουρανούς κι εγώ θα μείνω εδώ στα αιώνια δεσμά μου…
—Όχι! του λέει ο άγγελος. Ορκίζομαι στον απαρασάλευτο θρόνο του Θεού πως δεν πρόκειται να σ’ αφήσω και να σ’ εγκαταλείψω στα αιώνια δεσμά.
 Ο επίσκοπος, απ’ έξω από το ιερό Βήμα, δεν έβλεπε, μα τον μεταξύ τους διάλογο τον άκουγε καθαρά.
 Τότε ο ιερεύς λέει στον άγγελο:
—Εν ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ας είσαι συγχωρεμένος από μένα τον αμαρτωλό και ανάξιο ιερέα.
Κι ευθύς αμέσως, ο επίσκοπος κι ο ιερεύς άκουσαν ένα θρόισμα φτερών κι είδαν τον άγγελο με τα φτερά του πάλι στους ώμους του κολλημένα! Άρχισε να σηκώνεται ψηλά και να λέει προς τον ιερέα:
—Ας είσαι κι εσύ συγχωρεμένος, ω πρεσβύτερε του Θεού!
Και, πριν καλά-καλά τελειώσει ο άγγελος τον λόγο του, τα κόκαλα του ιερέως έπεσαν σωρός στον τόπο που στεκότανε.
Ο επίσκοπος έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα, θαυμάζοντας το εξαίσιο αυτό γεγονός. Και λέει, κοιτώντας προς τον άγγελο:
—Άγιε άγγελέ μου! Κάνε μου, σε παρακαλώ, κι εμένα μια χάρη και ψάλε μου έναν ύμνο αγγελικό, ν’ ακούσω λίγο και να ευφρανθεί το πνεύμα μου.
Όμως ο άγγελος ήταν αντίθετος:
—Τούτο δεν είναι δυνατόν, άγιε δέσποτα. 
Έτσι και σου ψάλω κάτι, μόλις ακούσεις την αγγελική φωνή, θα πεθάνεις και θ’ αφήσεις κι εσύ τα γήινα. 
Γιατί δεν επιτρέπεται στη θνητή σάρκα του ανθρώπου ν’ ακούσει τη φωνή του αγγέλου και να συνεχίσει να ζει. 
Ωστόσο, για τη μεγάλη καλοσύνη που έδειξες, και σ’ εμένα και στον ιερέα, 
περίμενε αν θέλεις για λίγο εδώ και, μόλις ανέβω ψηλά στον τρίτο Ουρανό, θα σου ψάλω· αλλά και από ’κει ακόμη που θα σου ψάλω, 
μόλις και μετά βίας θα μπορέσεις να το υποφέρεις.
Έτσι, ο άγγελος ανέβηκε στους Ουρανούς· 
κι όταν έφτασε στον τρίτο Ουρανό, έψαλε το «Αλληλούια». 
Μα η μελωδία της αγγελικής φωνής ήταν τόσο γλυκιά, που ο επίσκοπος έπεσε καταγής σα νεκρός. 
Έμεινε σ’ αυτή τη στάση, ωσάν αναίσθητος, γύρω στις τρεις ώρες. 
Μετά, σηκώθηκε με πολύ κόπο και ανέπεμψε θερμή ευχαριστία στον Θεό. 
Όταν επέστρεψε στην επαρχία του, έκατσε κι έγραψε όλη την περιπέτεια του ιερέως για να ωφεληθούν κι άλλοι ακούγοντας ή διαβάζοντάς την. Γιατί, ακούγοντας τη φρικτή αυτή διήγηση για την πτώση και την περιπέτεια του ανάξιου ιερέως, και όσοι είναι ράθυμοι και αμελείς θα διορθωθούν και θα γίνουν πιο προσεχτικοί στον βίο τους, 
με εγρήγορση ψυχής και σώματος, με καθαρούς λογισμούς και μακριά πάντοτε από απρεπείς και παράνομες επιθυμίες…
Παντελή Β. Πάσχου: «Ο Γέροντας (και άλλες αποκαλυπτικές ιστορίες)».

"Πώς οι 12 Απόστολοι επισκέφθηκαν για πρώτη φορά τον Γέροντα Εφραίμ της Αριζόνας στην γιορτή τους, επιβραβεύοντας την αγία υπακοή του νεαρού Εφραίμ στον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή.."

 "Πώς οι 12 Απόστολοι επισκέφθηκαν για πρώτη φορά τον Γέροντα Εφραίμ της Αριζόνας στην γιορτή τους, επιβραβεύοντας την αγία υπακοή του νεαρού Εφραίμ στον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή.."
Μας διηγείται ο ίδιος ο Γέροντας Εφραίμ:
Μία ημέρα, των Αγίων Αποστόλων ήταν, ήρθε ο παπα-Εφραίμ από  τα Κατουνάκια να μας λειτουργήση. Και μου έδωσε εντολή ο Γέροντας Ιωσήφ  να μαγειρέψω ένα καλό φαγάκι, επειδή ο παπα-Εφραίμ ήταν πολύ φιλάσθενος  και στα πρόθυρα σχεδόν της φυματιώσεως.
Έσπευσα στην υπακοή και εκεί που του μαγείρευα, ο Γέροντας στεκόταν πάνω από το κεφάλι μου και μου έλεγε:
– Δεν ξέρεις να μαγειρεύης τρομάρα να σου ’ρθη. Έτσι μαγειρεύει ο κόσμος και θες να το φάη κι ο παπάς;
Μόλις τελείωσα, ήρθε στο τσαρδάκι που είχαμε για μαγειρείο και μου λέει:
– Άντε, ζαβέ, φέρ’ το γρήγορα!
Πήγα το φαγάκι και το έδωσα στον Παπά.
– Φύγε από μπροστά μου! Να χαθής, να μη σε βλέπουν τα μάτια μου! Γκρεμοτσακίσου γρήγορα στο κελί σου!
– Να ’ναι ευλογημένο, είπα.
Πήρα λοιπόν την ευχή του Γέροντα και πήγα στο κελλάκι μου, που ήταν  δίπλα. Έ! Μόλις πάτησα το πόδι μου μέσα, ήρθε η ευλογία του Θεού με την  ευχή του Γέροντα! Είχα τέτοια επίσκεψι από τον Θεό, που μόνο τα σωματικά  μου μάτια δεν έβλεπαν τους Αγίους Αποστόλους! Τόση Χάρις! Τόση ευλογία!  Παράδεισος στην καρδιά μου! Ποτάμι τα δάκρυά μου! Όχι γιατί με μάλωσε ο  Γέροντας, αλλά επειδή δεν μπορούσα να συγκρατήσω την χαρά και την θεία  ευφροσύνη, που ένοιωθα από την παρουσία των Αγίων Αποστόλων.

29 Ιουνίου 2024

Κυριακή των Αγ. Πάντων: Η αληθινή τιμή των αγίων († Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom)

Κυριακή των Αγ. Πάντων: Η αληθινή τιμή των αγίων († Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom)
Ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴ μέρα τῆς Πεντηκοστῆς δὲ σπαταλήθηκε μάταια καὶ ἄσκοπα ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Καρπὸς της ὑπῆρξε ἡ ἁγιότητα. Ἔχοντας δεχτεῖ τὸν Κύριο μέσα στὶς ψυχές, μέσα στὶς ζωές τους, ἔδειξαν φανερὰ στὸ Θεὸ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη τους καὶ φανέρωσαν σ’ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη τί μπορεῖ νὰ κάνει ἡ θεϊκὴ ζωὴ ὅταν κατοικεῖ μέσα στὸν ἄνθρωπο.
Τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ γιορτάζουμε τὴ μνήμη ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι, δέχτηκαν τὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἔφεραν καρπούς, ὅλων τῶν ἅγιων γνωστῶν καὶ ἀγνώστων, ὅλων τῶν «ὑπὸ Θεοῦ γνωσθέντων», ὅλων τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ἔγιναν ἄξιοι τοῦ Θεοῦ τους. Καὶ χαιρόμαστε διότι ὁ κόσμος δέχτηκε τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ μὲ ἀγάπη.
Δὲν εἶναι ὅμως ἀρκετὸ τὸ νὰ γιορτάζουμε, νὰ χαιρόμαστε διότι στοὺς ἄλλους τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ δὲ δόθηκε εἰς μάτην.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς λέει ὅτι μόνο μὲ τὸν ὀρθὸ βίο μποροῦμε νὰ δοξολογήσουμε τὸ Θεὸ καὶ μόνο μὲ τὸν ὀρθὸ βίο μποροῦμε νὰ τιμήσουμε τοὺς ἁγίους τοὺς ὁποίους ἀγαποῦμε καὶ προσκυνοῦμε. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο εἶναι μόνο μὲ τὶς ζωές μας ποὺ θὰ δείξουμε στοὺς νεκρούς τοὺς ὁποίους ἀγαπήσαμε καὶ σεβαστήκαμε ὅτι δὲν ἔζησαν χωρὶς σκοπὸ ἐφ’ ὅσον ἐμεῖς ἔχουμε ἀποδώσει τὸν καρπὸ τῶν ὅσων μᾶς δίδαξαν.
Σήμερα ὁ καθένας μας γιορτάζει ὄχι μόνο τὴ μέρα τῶν Ἁγίων Πάντων ἀλλὰ καὶ τὴ μνήμη τῶν ἁγίων ἐκείνων ποὺ τοῦ εἶναι κοντινοὶ καὶ ἀγαπητοί, ὅμοιοι στὴν καρδιὰ καὶ τὴν ψυχή. Συγκεντρῶστε τὴν προσοχή σας στοὺς βίους αὐτῶν εἰδικά, διότι ἀρχικὰ εἶχαν αἰχμαλωτίσει τὶς καρδιές σας μὲ τὴ δύναμη τῆς προσωπικότητάς τους κι ἔπειτα μὲ μιὰ κάποια συγγένεια πρὸς τὸ μυαλό σας – κι ἂν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ στεκόμαστε μὲ δέος καὶ θαυμασμό, χαρὰ καὶ ἀγάπη μπροστὰ στὴ ζωὴ καὶ τὶς ἐπιτεύξεις κάποιου ἄνθρωπου αὐτὸ σημαίνει ὅτι μεταξὺ μας ὑπάρχει κάτι τὸ κοινό, ὅτι ἐκεῖνος ἀποκαλύπτει αὐτὸ ποὺ μποροῦμε νὰ κατορθώσουμε στὰ βάθη τῶν ψυχῶν μας καὶ τὸ ὁποῖο ἀποτυγχάνουμε νὰ κάνουμε πράξη ἀπὸ δειλία, ἀσθένεια καὶ ἀπειρία.
Ἂς συγκεντρώσει ὁ καθένας μας τὴν προσοχὴ στοὺς ἁγίους ποὺ τὸν τραβᾶνε καὶ ἂς πάρει ἀπὸ ἐκείνους τὰ μαθήματα τῆς ζωῆς. Ἡ προσκύνηση καὶ ὁ ἔπαινός τους δὲ θὰ εἶναι τότε ἄδεια λόγια ἀλλὰ μιὰ ζωντανὴ μαρτυρία γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ ταυτόχρονα μιὰ μεταμόρφωση στὶς καρδιὲς καὶ τὶς ζωές μας. Αὐτὸ ἰσχύει ὄχι μόνο γιὰ τοὺς ἁγίους τοῦ Θεοῦ τοὺς ὁποίους ἡ ἐκκλησία ἀναγνωρίζει καὶ τιμᾶ ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἔχουν σφραγίσει τὶς ζωές μας μὲ τὴν εὐγένεια καὶ τὸ ὕψος τοῦ πνεύματός τους, τὴν ἁγνότητα τῆς ζωῆς τους. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ τιμὴ καὶ προσκύνηση τῶν ἁγίων ἀλλὰ καὶ ἡ ἀληθινὴ προσευχὴ γιὰ αἰωνία μνήμη τῶν κεκοιμημένων.
(Πηγή: agiazoni.gr)

Τι θα πει πνευματική φτώχεια; (Άγιος Ιωάννης Κρονστάνδης).

 

Τι θα πει πνευματική φτώχεια; (Άγιος Ιωάννης Κρονστάνδης)
Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι.
Τί θὰ πεῖ πνευματικὴ φτώχεια; Ὅλοι σας ἔχετε δεῖ ἀνθρώπους ποὺ εἶναι φτωχοὶ κι ἄποροι. Γιὰ νὰ περιγράψουμε τὴν πνευματικὴ φτώχεια λοιπὸν ἂς ἐξετάσουμε πρῶτα τὴν ὑλικὴ φτώχεια, ὥστε ἀπὸ τὰ ὅμοια νὰ φτάσουμε σὲ μιὰ σωστὴ ἐξήγηση.
Ἄπορος, ὅπως τὸ λέει κι ἡ λέξη, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει τίποτα.
Ὅ,τι μπορεῖ νὰ ἐλπίζει πὼς θὰ λάβει θὰ ἔρθει μόνο ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνία τῶν ἄλλων. Οὔτε ἕνα κομμάτι ψωμὶ γιὰ νὰ χορτάσει τὴν πεῖνα του δὲν ἔχει ἢ κάτι γιὰ νὰ ξεδιψάσει τὴ δίψα του, ποὺ τὸ ἔχουν ἄφθονο ὅλοι οἱ ἄνθρωποι.
Δὲν θὰ εἶχε κατάλυμα γιὰ νὰ βάλει μέσα τὸ κεφάλι του, ἂν κάποιος δὲν τοῦ ἔδινε χρήματα γιὰ νὰ περάσει τὴ νύχτα του. Δὲν θὰ εἶχε τίποτα νὰ ντύσει τὴ γύμνια του ἂν κάποιος φιλεύσπλαχνος δὲν τὸν λυπόταν καὶ δὲν τοῦ ἀγόραζε ροῦχα.
Κι ἂν κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς ἔχει κάποια ροῦχα, αὐτὰ εἶναι παλιά, λερωμένα, κουρελιασμένα, τελείως ἄχρηστα, ποὺ καμιὰ φορᾷ δὲ θὰ ἤθελες οὔτε νὰ τ’ ἀγγίξεις. Ὅλοι τὸν περιφρονοῦν καὶ τὸν κοροϊδεύουν λὲς κι ἔχουν νὰ κάνουν μὲ σκουπίδια, μὲ ἀκαθαρσίες, ἂν καὶ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ κάποιοι φτωχοὶ μπορεῖ νὰ λάμπουν ὅπως ὁ χρυσὸς στὸ χωνευτήρι. Πᾶρε σὰν παράδειγμα τὸ Λάζαρο τοῦ εὐαγγελίου.
Ἄς προσπαθήσουμε τώρα νὰ μεταφέρουμε αὐτὰ τὰ φυσικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ φτωχοῦ καὶ ἄπορου σὲ κάποιον ποὺ εἶναι «πτωχὸς τῷ πνεύματι».
Μιλᾶμε γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ παραδέχεται πὼς εἶναι πνευματικὰ φτωχός, ποὺ ὁμολογεῖ πὼς δὲν ἔχει τίποτα δικό του· περιμένει τὰ πάντα μόνο ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι σίγουρος πὼς ὁ ἴδιος δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ σκεφτεῖ μὰ οὔτε καὶ νὰ ἐπιθυμήσει κάτι καλό, ἂν δὲν τοῦ δώσει ὁ Θεὸς ἕνα καλὸ λογισμὸ ἢ μιὰ καλὴ ἔμπνευση.
Εἶναι πεισμένος πὼς χωρίς τη χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δὲν μπορεῖ οὔτε μιὰ καλὴ πράξη νὰ κάνει.
Τὸν ἑαυτό του τὸν λογαριάζει σὰν τὸν χειρότερο καὶ τὸν πιὸ ἁμαρτωλὸ ἀπ’ ὅλους.
Κάθε φταίξιμο τὸ ρίχνει στὸν ἑαυτό του καὶ δὲν κρίνει ποτὲ τοὺς ἄλλους.
Ὁμολογεῖ πὼς τὸ ἔνδυμα τῆς ψυχῆς του εἶναι λερωμένο, βρώμικο, τελείως ἄχρηστο.
Δὲν παύει νὰ ἱκετεύει τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ καθαρίσει το χιτῶνα τῆς ψυχῆς του καὶ νὰ τὸν ντύσει μὲ τὸν ἄφθαρτο χιτῶνα τῆς δικαιοσύνης.
Προσπαθεῖ πάντα νὰ καταφεύγει κάτω ἀπὸ τὰ φτερὰ τοῦ Θεοῦ.
Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ ἀσφάλεια, παρὰ μόνο στὸν Κύριο.
Ὅ,τι κι ἂν ἔχει τὸ λογαριάζει σὰν δῶρο τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτὸ τὸν εὐχαριστεῖ καὶ τὸν δοξολογεῖ διαρκῶς, μὰ καὶ δίνει μέρος ἀπὸ τὰ ἐλέη τοῦ Θεοῦ σ’ ἐκείνους ποὺ τοῦ ζητοῦν.
Αὐτὸς εἶναι ὁ «πτωχὸς τῷ πνεύματι».
Τέτοιος φτωχὸς πνευματικὰ εἶναι πραγματικὰ μακάριος κι εὐτυχισμένος, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος.
Γιατί ὅπου ὑπάρχει ταπείνωση, ὅπου ὑπάρχει ὁμολογία τῆς φτώχειας καὶ τῆς ἀθλιότητας, ἐκεῖ ὑπάρχει κι ὁ Θεός.
Κι ὅπου ὑπάρχει ὁ Θεὸς ἔχουμε κάθαρση ἀπὸ τίς ἁμαρτίες, εἰρήνη, φωτισμό, ἐλευθερία, εὐδαιμονία καὶ μακαριότητα.
Σ’ αὐτοὺς τοὺς πνευματικὰ φτωχοὺς ἦρθε ὁ Κύριος γιὰ νὰ φέρει τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τοῦ εὐαγγελίου τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Πρόσεξε: λέει στοὺς πνευματικὰ φτωχοὺς κι ὄχι στοὺς πλούσιους, γιατί ἡ ὑπερηφάνειά τούς ἀπομακρύνει τη χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ τότε μοιάζουν μὲ σπίτι ἄδειο καὶ βρώμικο.
Οἱ ἄνθρωποι δὲν ἁπλώνουν τὸ χέρι τους γιὰ νὰ βοηθήσουν καὶ νὰ ἐλεήσουν ἐκείνους ποὺ εἶναι πραγματικὰ φτωχοὶ καὶ ζητοῦν ἀπεγνωσμένα τὰ βασικὰ ἀγαθά;
Τότε, πῶς δὲ θὰ δείξει πολὺ περισσότερο ὁ Θεὸς τὸ ἔλεος καὶ τὴν πατρική του φροντίδα στοὺς πνευματικὰ φτωχοὺς ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται καὶ δὲ θὰ τοὺς γεμίσει μὲ τ’ ἀμέτρητα πλούτη Του;
Δὲ βλέπουμε τοὺς ἀγροὺς πῶς ὑγραίνονται πλούσια μὲ τὴν πρωινὴ δροσιά, πῶς λουλουδιάζουν καὶ σκορποῦν μεθυστικὸ ἄρωμα;
Ἐκεῖ ποὺ βλέπουμε χιόνι, πάγο καὶ ξεραΐλα εἶναι οἱ κορυφὲς τῶν βουνῶν.
Οἱ βουνοκορφὲς εἶναι μιὰ εἰκόνα τῶν ὑπερήφανων ἀνθρώπων.
Οἱ πεδιάδες εἶναι εἰκόνα τῶν ταπεινῶν.
 (“Οἱ Μακαρισμοὶ – Δέκα ἑρμηνευτικὲς ὁμιλίες” ἀπόσπασμα)
 (Πηγή ψηφ. κειμένου: agiazoni.gr)

28 Ιουνίου 2024

+ Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος: " Οι Πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος".

Οι Πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος.
+Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος.
Απορώ και εξίσταμαι, πώς οι άγιοι Απόστολοι που εορτάζουμε σήμερα, κατόρθωσαν τέτοια μεγάλα και εξαίσια θαύματα! Και πώς κανείς να μή θαυμάσει και να μην απορήσει;
Αναλογισθείτε, αδελφοί μου· τι ήταν πριν ο Απόστολος Πέτρος; Ένας ψαράς. Τίποτε άλλο δεν ήξερε από το να ψαρεύει, να πιάνει ψάρια με το δίχτυ στη λίμνη Γενησαρέτ. Και ξαφνικά τον βλέπετε κήρυκα όλης της οικουμένης. Τόση χάρη και γλυκύτητα είχαν τα λόγια του, ώστε σε μια ομιλία του πίστεψαν τρεις χιλιάδες και άλλοτε πέντε χιλιάδες, τους οποίους και βάπτισε.
Άφοβος και άτρομος στέκεται μπροστά σε βασιλείς και τυράννους, διδάσκοντας και ελέγχοντας και μένοντας απτόητος στις απειλές και τους κινδύνους. Πρόθυμος και ακούραστος, αν και ήταν γέροντας, αρχίζει το κήρυγμα από την Ιερουσαλήμ, τρέχει στην Ιουδαία, Αντιόχεια, Πόντο και Γαλατία, Βιθυνία και Καππαδοκία, Ευρώπη και Ασία. Στη Ρώμη μαρτύρησε για τον Χριστό με το να σταυρωθεί από τον Νέρωνα έχοντας κάτω το κεφάλι.
Τι ήταν και ο Απόστολος Παύλος; Σκηνοποιός, δηλαδή κατασκεύαζε αντίσκηνα. Προηγουμένως ήταν διώκτης του Χριστιανισμού. Όταν πήγαινε στη Δαμασκό με εξουσία κατά των Χριστιανών, άστραψε ξαφνικά επάνω του φως που τύφλωσε τα σωματικά μάτια, και άκουσε φωνή να του λέει: «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;» Με πολύ φόβο και έκθαμβος ο Παύλος είπε: «Τις ει συ, Κύριε;» και άκουσε: «Εγώ ειμι Ιησούς, ον συ διώκεις». Τότε ο Κύριος τον πρόσταξε να πάει στη Δαμασκό να βρει τον απόστολο Ανανία. Και αφού βαπτίστηκε, ανοίχθηκαν τα μάτια της ψυχής και του σώματός του, και ο πρώην διώκτης παρουσιάστηκε μέγας υπερασπιστής του Χριστιανισμού.
Σαν φτερωτός αετός περιέρχεται όλη την οικουμένη κηρύττοντας τον λόγο του Θεού και βαπτίζοντας όσους πίστευαν. Σ’ αυτόν τον Απόστολο βλέπει κανείς πράγματα θαυμαστά και εξαίσια που ξεπερνούν κάθε ανθρώπινη δύναμη· γι’ αυτό δίκαιο είχε ο θείος Χρυσόστομος να αναφωνήσει σε μια ομιλία του: «ούτε θα γεννηθεί άλλος Παύλος». Οι αγώνες και οι κόποι του για το Ευαγγέλιο ξεπερνούν κάθε διάνοια· οι κίνδυνοι, οι θλίψεις, οι στενοχώριες και οι λοιπές κακοπάθειές του είναι απερίγραπτες.
Ακούσατε, αγαπητοί μου, με λίγα λόγια τα κατορθώματα των πρωτοκορυφαίων Αποστόλων. Πώς μπόρεσαν να επιτελέσουν τέτοια σημεία και τέρατα; Με ποιο μέσο; Με την πίστη. Όλα όσα θαυμαστά και έξαίσια έκαναν οι άγιοι Απόστολοι και όλοι οι Άγιοι, τα έκαναν με την πίστη.
Αυτή είναι η πίστη των Αγίων, αλλά ποια είναι η πίστη ημών των Χριστιανών σήμερα;
Τι βλέπω, τι ακούω στους αγράμματους, τους χωρικούς, τους βοσκούς; Βλασφημίες, αισχρολογίες, κλοπές. Τι βλέπω στους πλούσιους, στους εμπόρους; Πλεονεξίες, αρπαγές, φιλαργυρία. Τι βλέπω στους άρχοντες; Εγωϊσμό, έπαρση, κολακείες, δολιότητες, υπουλότητες. Σε όλους, και στον λαό και στον κλήρο, βλέπει κανείς αμέλεια, ραθυμία, διαφθορά, παραλυσία. Και έπειτα περιμένουμε προκοπή, περιμένουμε να πάψουν οι πόλεμοι, οι θλίψεις, οι δυστυχίες. Το είπα, το λέω και θα το λέω· τότε θα πάψουν τα δεινά μας, όταν μετανοήσουμε, όταν γίνουμε ευσεβείς.
Να μη πλανιόμαστε, αγαπητοί. Η απόφαση κατά των αμαρτωλών δόθηκε από τον Θεό: «Αν φυλάξετε τις εντολές μου, θα φάτε τα αγαθά της γης, αν όχι, θα σας φάει το μαχαίρι». «Φυλάγει ο Κύριος αυτούς που τον αγαπούν, και όλους τους αμαρτωλούς θα τους εξολοθρεύσει».
Για να μη χαθούμε κι εμείς μαζί με τους αμαρτωλούς, ας προσπέσουμε στον Θεό και ουράνιο Πατέρα με μετάνοια και δάκρυα και ας τον ικετεύσουμε να μας ευσπλαχνιστεί.
Πανάγαθε, φιλάνθρωπε, πανοικτίρμον, πολυέλεε και πολυεύσπλαχνε Κύριε· Εσύ που για μας τους ανθρώπους και για τη σωτηρία μας έγινες άνθρωπος όμοιος μ’ εμάς εκτός αμαρτίας, για να μας ελευθερώσεις από την αμαρτία και να μας οδηγήσεις στον Θεό και Πατέρα, με τις πρεσβείες της υπερευλογημένης Δεσποίνης και Θεοτόκου Μαρίας, των Αγίων Πάντων και εξαιρέτως των πρωτοκορυφαίων σου Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ελέησε, φώτισε και σώσε μας. Αμήν.
Από παλιό χειρόγραφο του Γέροντα Φιλοθέου Ζερβάκου των ετών 1920-30.
Περιοδικό “Όσιος Φιλόθεος της Πάρου” 29, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σελ. 30, άρθρο «Εις την εορτήν των πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου» (αποσπάσματα).

Αποστόλος Παύλος Α' Επιστολή προς Κορινθίους: " Ο Ύμνος της Αγάπης".

Ο Ύμνος της Αγάπης είναι ένας υπέροχος ύμνος του Αποστόλου Παύλου και συχνά αναφέρεται ως ο Ύμνος των Ύμνων της Καινής Διαθήκης ενω στα εκκλησιαστικά κείμενα ως το "Κεφάλαιο της Αγάπης" . Σύμφωνα με την επιστολή  το δώρο της αγάπης έχει τόσο μεγάλη αξία που ξεπερνά κάθε αρετή.:
Ο Ύμνος της Αγάπης.:  Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. Καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι. Καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσομαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι. Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει.Ἡ άγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει·
- Αποστόλος Παύλος  Α' Επιστολή προς Κορινθίους
"Αν ξέρω να μιλώ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη, τότε έγινα σαν ένας άψυχος χαλκός που βουίζει η σαν κύμβαλο. Και αν έχω το χάρισμα να προφητεύω και γνωρίζω όλα τα μυστήρια και όλη τη γνώση, και αν έχω όλη την πίστη, ώστε να μετακινώ με τη δύναμη της ακόμη και τα βουνά, αλλά δεν έχω αγάπη, τότε δεν είμαι τίποτε απολύτως.
Και αν πουλήσω όλη την περιουσία μου για να χορτάσω με ψωμί όλους τους φτωχούς, και αv παραδώσω το σώμα μου για να καεί, αλλά αγάπη δεν έχω, τότε σε τίποτε δεν ωφελούμαι.
Η αγάπη είναι μακρόθυμη, η αγάπη δε ζηλεύει, η αγάπη δεν καυχιέται, δεν είναι περήφανη, δεν κάνει ασχήμιες, δε ζητεί το συμφέρον της, δεν ερεθίζεται, δε σκέφτεται το κακό για τους άλλους, δε χαίρει, όταν βλέπει την αδικία, αλλά συγχαίρει, όταν επικρατεί η αλήθεια. Η αγάπη όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει.Η αγάπη ποτέ δεν εκπίπτει.
- Αποστόλος Παύλος  Α' Επιστολή προς Κορινθίους
Βίος  Αγίου Αποστόλου Παύλου .:
https://sinaxari.blogspot.com/2021/06/blog-post.html
Βίος Αγίου Αποστόλου Πέτρου.:
https://sinaxari.blogspot.com/2021/06/blog-post_28.html
Οι παρακάτω εικόνες ειναι οι αρχαιότερες τοιχογραφίες των Αγίων Αποστόλων, που χρονολογούνται από τα τέλη του 4ου αιώνα και είναι ζωγραφισμένες στους χρωματικούς τόνους του κόκκινου και της ώχρας.
https://cdn.prod.www.spiegel.de/images/a1092f56-0001-0004-0000-000000101953_w1463_r0.665_fpx49.97_fpy50.5.jpg
https://cdn.prod.www.spiegel.de/images/0d5bd877-0001-0004-0000-000000101974_w1463_r0.665_fpx49.97_fpy49.19.jpg
St. Paul’s Hymn of Love.:
If I speak in the tongues of men and of angels,but have not love,I am a noisy gong or a clanging cymbal.
And if I have prophetic powers,and understand all mysteries and all knowledge, and if I have all faith, so as to remove mountains,but have not love,I am nothing.
If I give away all I have,and if I deliver my body to be burned,but have not love,I gain nothing.
Love is patient and kind; love is not jealous or boastful; it is not arrogant or rude.
Love does not insist on its own way; it is not irritable or resentful;it does not rejoice at wrong, but rejoices in the right. Love bears all things, believes all things, hopes all things, endures all things. Love never ends.
Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἀπολυτίκιον. 
Τὴν κλῆσιν δεξάμενος, παρὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, πρωτόθρονος πέφηνας, τῶν Ἀποστόλων αὐτοῦ, καὶ πέτρα τῆς πίστεως· ὅθεν ὡς τῶν ἀρρήτων, κοινωνὸς καὶ αὐτόπτης, πᾶσιν εὐηγγελίσω, σωτηρίας τὸν λόγον· διό σε μεγαλύνομεν, Πέτρε Ἀπόστολε.
Ἀπολυτίκιον. 
Ἐθνῶν σε κήρυκα καὶ φωστῆρα τρισμέγιστον, Ἀθηναίων διδάσκαλον, Οἰκουμένης ἀγλάϊσμα, εὐφροσύνως γεραίρομεν· τοὺς ἀγῶνας τιμῶμεν καὶ τὰς βασάνους διὰ Χριστόν, τὸ σεπτόν σου μαρτύριον. Ἅγιε Παῦλε Ἀπόστολε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

26 Ιουνίου 2024

Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνόπετρας: " Η θεία λειτουργία είναι ένας αρραβώνας με το Χριστό, ένας γάμος".

 
«Η Θεία Λειτουργία είναι ένας αρραβώνας με το Χριστό, ένας γάμος. Μας βάζει στη Βασιλεία Του. Ύστερα θα βγούμε πάλι, θα πάμε στο σπίτι μας, με τα πάθη μας, με τις αμαρτίες μας, με τις μιζέριες μας. Δεν έχει σημασία. Θα πάμε πάλι στη Λειτουργία, θα αρπάξουμε πάλι το Χριστό, θα μας θεώσει ξανά. Κι έτσι, με συνεχή αγώνα με συνεχή πορεία, μπροστά ο Ιερέας, πίσω εμείς, θα φθάσουμε στη Βασιλεία των Ουρανών. Πηγαίνουμε στη Λειτουργία  με αυτό τον πόθο; Τότε εξασφαλίσαμε τη Βασιλεία των Ουρανών». 
Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης


Γέροντας Εφραίμ Σκήτης Αγίου Ανδρέα: "Δεν υπάρχει πουθενά σκοτάδι. Εμείς κλείνουμε τα μάτια μας...".

 
Δεν υπάρχει πουθενά σκοτάδι. Εμείς κλείνουμε τα μάτια μας..
 Γέροντας Εφραίμ της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα .
Ο Θεός είναι πανταχού παρών. Όπου ο Θεός εκεί είναι και το Άκτιστο Φως του. Ο Άκτιστος φωτισμός του Τριαδικού Θεού μας πληρεί τα πάντα. Δεν υπάρχει επομένως τόπος σκοτεινός. Όλα είναι πάμφωτα με τον Άκτιστο Φωτισμό του Τριαδικού Θεού μας ο Οποίος καθως εκπέμπει Φως εκπέμπει και άπειρη Θεία Αγάπη. Δηλ. μας βομβαρδίζει ο Θεός με άπειρους τόνους Θείας Αγάπης. Και αλίμονο σε όποιον δεν δέχεται αυτήν την Αγάπη. Διότι θα την βιώσει ως άπειρη κόλαση, ως άπειρο μίσος και άπειρο σκότος στην άλλη ζωή.
Με αυτήν τη διδαχή τακτοποιούνται όλοι οι λογισμοί των συγχρόνων ανθρώπων που λένε, εφόσον ο Θεός είναι άπειρη αγάπη πως είναι δυνατόν να δέχεται να μας κολάζει αιωνίως με τόσες κολάσεις; Ο Θεός ούτε κολάζει, ούτε εποίησε κόλαση ως δημιουργία. Ο Θεός από αγάπη εποίησε τα πάντα και ό,τι εποίησε είναι όλα φως και αγάπη. Σκότος και τιμωρία δεν εποίησε ο Θεός.Εμείς δημιουργησαμε με την αμαρτία τον θάνατο, το σκότος και την κόλαση. Επομένως δεν μας κολάζει ο Θεός αλλά αυτοκολαζόμαστε μόνοι μας.
Συγκεκριμένα είναι όπως ο ήλιος που λάμπει πάμφωτα και υπάρχουν μάτια ανθρώπων που εθελοτυφλούν και δεν θέλουν να δουν το φως του ηλίου και μάλιστα αιωνίως. Αυτός ο αιώνιος εθελοτυφλισμός, να παραμείνει κάποιος στο σκοτάδι ενώ μπορεί να δει, είναι καθαρά προαίρεση και αυτεξούσιο κάθε ανθρώπου, το οποίο ο Θεός σέβεται και δεν επεμβαίνει. Και κάνει ο άνθρωπος τη ζωή του και τις αμαρτίες του και δεν τον εμποδίζει ο Θεός αλλά αν δεν μετανοήσει ακολουθεί η δικαιοσύνη Του οπότε δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Θεό, για την κόλαση που θα βιώνει στη άλλη ζωή...
+Γέροντας Εφραίμ της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα

25 Ιουνίου 2024

Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης: " Δεν είναι ελευθερία όταν πούμε στους ανθρώπους ότι όλα επιτρέπονται. Αυτή είναι σκλαβιά...".

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΟΤΑΝ ΠΟΥΜΕ ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΟΤΙ ΟΛΑ ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ!
«Δεν είναι ελευθερία όταν πούμε στους ανθρώπους ότι όλα επιτρέπονται. Αυτή είναι σκλαβιά...
Για να προκόψη κανείς πρέπει να δυσκολευθή. Να ένα παράδειγμα: Έχουμε ένα δεντράκι. Το περιποιούμαστε, του βάζουμε πάσσαλο και το δένουμε με σχοίνι. Δεν το δένουμε όμως με σύρμα, γιατί θα του κάνουμε κακό. Με τους τρόπους αυτούς δεν περιορίζουμε το δέντρο; Και όμως δεν γίνεται αλλιώς. Για κοιτάξτε και το παιδάκι. Του περιορίζουμε την ελευθερία από την αρχή. Μόλις συλλαμβάνεται είναι περιορισμένο το κακόμοιρο στην κοιλιά της μητέρας· μένει εκεί εννιά μήνες… μόλις αρχίζει να μεγαλώνη του βάζουν κάγκελα κ.λ.π… Όλα αυτά είναι απαραίτητα για να μεγαλώση. Φαίνονται ότι του στερούν την ελευθερία, αλλά δίχως αυτά τα προστατευτικά μέτρα το παιδί θα πέθαινε από την πρώτη στιγμή.»
(Διονυσίου Τάτση, Αθωνικόν Ημερολόγιον, εκδ. Ορθοδόξου Τύπου, Αθήναι 1988, 71)

Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης: " Ρώτησα μία φορά ένα παιδάκι: «Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;» – Ό,τι βγάζει πιο πολλά λεφτά»!, απάντησε".

 
Ρώτησα μία φορά ένα παιδάκι: «Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;» – Ό,τι βγάζει πιο πολλά λεφτά»!, απάντησε
Εξεπλάγην, ειλικρινά τάχασα.
Τί φταίει αυτό το παιδί;
Έτσι ακούει, έτσι έμαθε, αυτό λέει. Αυτό το παιδί όραμα έχει την απόκτηση πολλών χρημάτων.
Αυτός είναι ο σκοπός της ζωής του. Γι’ αυτό ζει. Αυτό μόνο το ενδιαφέρει.
Για χρήματα ακούει συνεχώς τους γονείς του να μιλούν, τ’ αδέλφια του, οι φίλοι του, οι γείτονες, οι συγγενείς.
Αυτό είναι το ρεύμα της εποχής. Τίθεται ως ευτυχία η οικονομική ευημερία, ο πλούτος, η κατανάλωση.
Ο Μέγας Βασίλειος λέγει πως σκοπός του ανθρώπου είναι να ομοιωθεί με τον Θεό, όσο αυτό είναι δυνατόν.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει στους γονείς:
Ανάθρεψε έναν αθλητή για τον Χριστό και μάθε τον και σαν άνθρωπος του κόσμου να είναι ευσεβής από μικρός.
Ο άγιος Χρυσόστομος δεν θεωρεί παιδεία την πολυμάθεια και την ξηρή μετάδοση τυπικών γνώσεων, αλλά την ευσέβεια, την ευλάβεια και τη μετάληψη αγιότητος. Προτεραιότητα δίνει στην υπεύθυνη στάση των γονέων και των δασκάλων, αυτών που κυρίως δίνουν την αγωγή, κι όχι στην απειρία των παιδιών. Οι άγιοι πατέρες μιλούν σοφά για τη διάκριση που χρειάζεται στη μετάδοση της αγωγής κατά ηλικία και κατ’ άνθρωπο. Δεν μπορούν όλοι όλα. Δεν είναι για όλους εξίσου όλα. Σημασία μεγάλη δίνουν στη βιωματικότητα των λόγων των παιδαγωγών. Μην κριθούν και κατηγορηθούν από το σοφό λαϊκό λόγιο: «Δάσκαλε που δίδαξες και νόμο δεν κρατούσες».
Ο άγιος Χρυσόστομος συνηθίζει να λέει, αυτό που ήδη είπαμε, πως το παράδειγμα των γονέων προς τα παιδιά είναι το πάν. Ο τρόπος της συνομιλίας τους θα επηρεάσει τα παιδιά. Αν ο σύζυγος προσβάλλει, επιτίθεται, βρίζει τη σύζυγο, και τ’ αντίστροφο, πληγώνονται τα παιδιά, αλλά και συνηθίζουν να συμπεριφέρονται έτσι. Ο σεβασμός, η αγάπη, η υπακοή εμπνέονται καλύτερα και δύσκολα διδάσκονται με ξερά λόγια. Είναι πολύ διαφορετικό να κάνει κανείς αυτό που του λένε από φόβο, πειθαρχία, καταναγκασμό και υποχρέωση, κι άλλο να προτιμά το θέλημα του άλλου από αγάπη.
Στα μαθήματα, στα παιχνίδια, στ’ αθλήματα θα πρέπει να μάθουν από μικρά τα παιδιά ότι τ’ αγαθά αποκτιούνται με κόπο, μόχθο, αγώνα, άσκηση, δυσκολία, υπομονή κι επιμονή. Έτσι δεν είναι σωστό να τους τα παρουσιάζουμε όλα εύκολα. Είναι καλό να μάθουν να προσπαθούν, να ζητούν και τη βοήθεια του άλλου, να ταπεινώνονται, να φιλοτιμούνται, να βγαίνουν από τον ατομισμό, εγωισμό και τη φιλαυτία. Το παιδί θα μάθει πως αντιδρά ο γονιός στην ασθένεια, το πένθος, τη δυσκολία, τη στέρηση και την καθυστέρηση και θα πράξει παρόμοια.
Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης

24 Ιουνίου 2024

Όσιος Άνθιμος ο Βαγιανός: " Η ταπείνωσις ως προϋπόθεση φωτισμού".

Διά να έλθη το Πνεύμα το Άγιον να κατοικήση μέσα μας, πρέπει πρώτα να καθαρίσωμεν το εσωτερικόν μας με την ταπείνωσιν.
Όσιος Άνθιμος ο Βαγιάνος ο εν Χίω

Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ: :" Το Άγιον πνεύμα μεταμορφώνει σε χαρά ότι αγγίξει".

 

«Όταν κατεβαίνη το Άγιον Πνεύμα επάνω στον άνθρωπο και εισχωρεί μέσα του, η ψυχή του ανθρώπου γεμίζει από μία χαρά ανέκφραστη, γιατί το Άγιον Πνεύμα μεταμορφώνει σε χαρά ο,τι αγγίξει. Φανερώνεται σαν ένα ανιστόρητο φως σ᾿ εκείνους που εκδηλώνεται η Θεική ενέργεια. Οι Άγιοι Απόστολοι γνωρίσανε με τις αισθήσεις τους την παρουσία του Αγίου Πνεύματος».

~ Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ.

23 Ιουνίου 2024

Γενέθλιον Αγίου Ιωάννη Προδρόμου ( Φώτης Κόντογλου).

 "...ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, τὸ χελιδόνι ποὺ ἔφερε τὴν ἄνοιξη στὸν ἁμαρτωλὸ τὸν κόσμο ὁποὺ τὸν ἔδερνε χειμώνας βαρύς."
«Κόντογλου 1925»

Σύντομο βιογραφικό γέροντος Εφραίμ Αριζόνας .

 Ο Γέροντας Εφραίμ, κατά κόσμον Ιωάννης Μωραΐτης, γεννήθηκε στον Βόλο στις 24 Ιουνίου 1928, που είναι και η γενέθλια ημέρα του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, τον οποίο είχε σε ευλάβεια σε όλη του τη ζωή. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε με φτώχεια, βοηθώντας τον πατέρα του, Δημήτριο, στην εργασία του και ακολουθώντας το παράδειγμα της ευσεβούς μητέρας του, Βικτωρίας (η οποία έγινε αργότερα μοναχή με το όνομα Θεοφανώ). Αυτή η άγια ψυχή ήταν η πρώτη οδηγός του Γιάννη. [...] 
https://www.youtube.com/watch?v=2qEH9b8xNi0
(Από την έκδοση)
Σύντομο βιογραφικό γέροντος Εφραίμ Αριζόνας 
Σε ηλικία 14 χρονών άρχισε να λαχταρά τον μοναχισμό, αλλά δεν πήρε ευλογία από τον πνευματικό να πάει στο Άγιο Όρος έως ότου έγινε 19 χρονών.
Με την άφιξη του στο Άγιο Όρος, στις 26 Σεπτεμβρίου 1947, πήγε κατευθείαν στον γέροντα Ιωσήφ (Ησυχαστή), στη σπηλιά του Τιμίου Προδρόμου, ο οποίος τον αποδέχτηκε στην αδελφότητα του, και έκανε την κουρά του 9 μήνες αργότερα το 1948 με το όνομα Εφραίμ.
Από υπακοή στο γέροντά του, ο μοναχός Εφραίμ χειροτονήθηκε διάκονος και στη συνέχεια ιερέας.
Η ζωή στην αδελφότητα του γέροντος Ιωσήφ ήταν πολύ αυστηρή και ασκητική.
Μετά την κοίμηση του γέροντος Ιωσήφ το 1959, συγκεντρώθηκαν αρκετοί μοναχοί γύρω από γέροντα Εφραίμ που τον είχαν ως πνευματικό πατέρα.
Το 1973 η αδελφότητά του μετακόμισε στην Ιερά Μονή Φιλοθέου όπου έγινε και ηγούμενός της. Λόγω της φήμης του γέροντος Εφραίμ, η μοναστική αδελφότητα μεγάλωσε γρήγορα.
Του ζητήθηκε από την επιστασία του Αγίου Όρου, να αναβιώσει και να επανδρώσει πολλά μοναστήρια στο Άγιο Όρος τα οποία έπασχαν από λειψανδρία, όπως του Ξηροποτάμου, Κωνσταμονίτου και Καρακάλλου. Αυτά τα μοναστήρια είναι κάτω από την πνευματική του καθοδήγηση μέχρι και σήμερα.
Επίσης υπάρχουν πολλά άλλα μοναστήρια στην Ελλάδα κάτω από την πνευματική καθοδήγηση του γέροντος Εφραίμ, όπως η Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στις Σέρρες, της Παναγίας της Οδηγήτριας στην Πορταριά (Βόλος) και αυτό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, πρώην μετόχι της Φιλοθέου, στη νήσο της Θάσου.
Το 1979 έφθασε στον Καναδά για λόγους υγείας.
Ο π.Εφραίμ, μόλις έφθασε στον Καναδά και άρχισε τις εξετάσεις στους γιατρούς, συγχρόνως άρχισε να εξομολογεί, να νουθετεί και να διδάσκει τους απόδημους Έλληνες. Η ποιμαντική του δράση, κατόπιν προσκλήσεων, από τον Καναδά εξαπλώθηκε στις Η.Π.Α. Έκτοτε οι επισκέψεις συνεχίσθηκαν και η ποιμαντική προσφορά του όλο και αυξανόταν.
Τότε σιγά-σιγά άρχισε να καλλιεργείτε η σκέψη να ιδρυθεί μοναστήρι στην Αμερική, ώστε ο απόδημος ελληνισμός να έχει μια μόνιμη βάση πνευματικού ανεφοδιασμού. Πράγματι άρχισαν ενέργειες και ιδρύθηκαν στην αρχή δύο μοναστήρια, το ένα στο Μόντρεαλ του Καναδά και το άλλο στο Πίτσμπουργκ των Η.Π.Α. Έγινε συνέχεια με την ίδρυση και άλλων μοναστηριών, με αποτέλεσμα σήμερα να υπάρχουν 19 μοναστήρια και να δημιουργούνται άλλα δύο αυτή τη στιγμή.
Συνέχισε να είναι πνευματικός πατέρας ιερών μονών στο Άγιο Όρος και 8 γυναικείων μοναστηριών σε όλη την Ελλάδα, αλλά καθώς δεν ήταν πρακτικό να είναι ηγούμενος της Ιεράς Μονής Φιλοθέου, καθώς έλειπε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Βόρεια Αμερική, παραιτήθηκε το 1990.
Στην Αμερική έως σήμερα έχει ιδρύσει 19 μοναστήρια, 17 είναι στις Η.Π.Α. και τα 2 είναι στον Καναδά (ανδρικά και γυναικεία), τα οποία υπάγονται στην Ελληνορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αμερικής και Καναδά.
Τα μοναστήρια είναι τα εξής: δύο στη Φλόριντα, δύο στο Τέξας, δύο στο Σικάγο, δύο στη νότια Καρολίνα, ένα στη Νέα Υόρκη, ένα στην Ουάσιγκτον, ένα στην Πενσυλβανία, ένα στην Καλιφόρνια, ένα στο Ιλινόις, ένα στο Μίτσιγκαν, ένα στο Μόντρεαλ, και ένα στο Τορόντο, αφιερωμένα στο Χριστό, στην Παναγία και σε διαφόρους Αγίους.
Επίσης έχει κατασκευάσει ένα γηροκομείο.
Σήμερα ο γέροντας Εφραίμ (((ΕΙΝΑΙ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΠΙΑ.))) και ευλογημένος τάφος του είναι  στο μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου στην έρημο της Αριζόνας, λίγη ώρα μακριά από την πρωτεύουσα της Αριζόνας το Phoenix και κοντά στην πόλη Florence.
Ιερά Μονή Αγίου Αντωνίου
Η ίδρυση και κατασκευή της Ιεράς Μονής Αγίου Αντωνίου ξεκίνησε το 1995. Η ιερά μονή είναι ανδρική και λειτουργεί με περίπου 35 μοναχούς από διάφορες εθνικότητες, με ηγούμενο τον αγιορετίτη ιερομόναχο π. Παϊσιο που προέρχεται από το Άγιο Όρος.
Το μοναστήρι έχει τώρα έκταση 2000 στρεμμάτων και το επισκέπτονται καθημερινά πολλοί προσκυνητές από όλο τον κόσμο.
Το μοναστήρι του Αγ. Αντωνίου είναι κοινόβιο με 5 εκκλησίες, του Αγ. Αντωνίου και Αγ. Νεκταρίου, του Αγ.Νικολάου, η οποία είναι πετρόκτιστη, του Αγ. Σεραφείμ, του Αγ. Δημητρίου, ρωσικού τύπου, και του Αγ. Γεωργίου. Κοντά στο μοναστήρι πάνω σε ένα λοφίσκο επίσης είναι κτισμένο το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, όμοιο με τα εκκλησάκια της Σαντορίνης, με χρώματα του μπλε και του άσπρου.
Το μοναστήρι προσφέρει συσσίτια για φτωχούς και σε δημιούργησε ίδρυμα για φτωχές και εγκαταλειμμένες γυναίκες στην πόλη του Tuscon.
Οι μοναχοί από την Ελλάδα είναι ελάχιστοι, η πλειονότητα των μοναχών αποτελείται από γηγενείς ορθοδόξους της Αμερικής διαφόρων εθνοτήτων και από προσήλυτους. Η γλώσσα των ακολουθιών είναι η ελληνικής, καθώς όλοι οι μοναχοί μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα και την βυζαντινή μουσική.
Οι μοναχοί ακολουθούν και εφαρμόζουν επακριβώς τις Βυζαντινές παρακαταθήκες, τις παραδόσεις, τις ιερές ακολουθίες, τις ολονυχτίες, τις προσευχές και τη ζωή με το ωράριο του Αγίου Όρους.

Ο Άγιος Πορφύριος για την Επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή .

 Ο Άγιος Πορφύριος για την Επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή 
Την Πεντηκοστή εξεχύθη η χάρις του Θεού όχι μόνο στους αποστόλους, αλλά και σ’ όλο τον κόσμο που βρισκόταν γύρω τους. Επηρέασε πιστούς και απίστους. Πώς το λένε οι Πράξεις;…
Ενώ ο Απόστολος Πέτρος μιλούσε τη δική του γλώσσα, η γλώσσα του μεταποιούνταν εκείνη την ώρα στο νου των ακροατών.
Με τρόπο μυστικό το Άγιο Πνεύμα τούς έκανε να καταλαβαίνουν τα λόγια του στη γλώσσα τους, μυστικά, χωρίς να φαίνεται. Αυτά τα θαυμαστά γίνονται με την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος.
Παραδείγματος χάριν, η λέξη «σπίτι» σ’ αυτόν που ήξερε γαλλικά θα ακουγόταν «la maison». Ήταν ένα είδος διοράσεως· άκουγαν την ίδια τους τη γλώσσα. Ο ήχος χτυπούσε στο αυτί, αλλά εσωτερικά, με τη φώτιση του Θεού, τα λόγια ακούγονταν στη γλώσσα τους.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας αυτή την ερμηνεία της Πεντηκοστής δεν την αποκαλύπτουν πολύ φανερά, φοβούνται τη διαστρέβλωση. Το ίδιο συμβαίνει και με την Αποκάλυψη του Ιωάννου. Οι αμύητοι δεν μπορούν να καταλάβουν το νόημα του μυστηρίου του Θεού.
Παρακάτω λέει. «εγένετο δε πάση ψυχή φόβος…» (Πράξ. 2,43), δηλαδή κατέλαβε φόβος την κάθε ψυχή. Αυτός ο «φόβος» δεν ήταν φόβος. Ήταν κάτι άλλο, κάτι ξένο, κάτι ακατανόητο, κάτι, κάτι που δεν μπορούμε να το πούμε.
Ήταν το δέος, ήταν το γέμισμα, ήταν η χάρις. Ήταν το γέμισμα υπό της θείας χάριτος. Στην Πεντηκοστή, οι άνθρωποι βρέθηκαν ξαφνικά σε μία τέτοια κατάσταση θεώσεως, που τα χάσανε.
Έτσι, όταν η θεία χάρις τους επεσκίαζε, τους ετρέλαινε όλους -με την καλή έννοια- τους ενθουσίαζε. Αυτό μου έχει κάνει μεγάλη εντύπωση. Ήτανε αυτό που λέγω καμιά φορά «κατάστασις». Ενθουσιασμός ήταν. Κατάσταση τρέλλας πνευματικής.

Γέροντος Πορφυρίου, Βίος και Λόγοι, εκδ. Ι.Μ. Χρυσοπηγής, σελ. 207-209

22 Ιουνίου 2024

Σʼ έναν τακτικό αναγνώστη της Αγίας Γραφής, που ρωτά γιατί το Αγιο Πνεύμα εμφανίσθηκε με τη μορφή πύρινης γλώσσας (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς).

 

Σʼ έναν τακτικό αναγνώστη της Αγίας Γραφής, που ρωτά γιατί το Αγιο Πνεύμα εμφανίσθηκε με τη μορφή πύρινης γλώσσας (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

Γνωρίζεις ότι το πυρ είναι δυνατό, γνωρίζεις πως φωτίζει και ζεσταίνει. Αλλά όταν μιλάς για το Αγιο Πνεύμα πρόσεξε να μην σκέπτεσαι υλικά αλλά πνευματικά. Γίνεται λόγος λοιπόν, για την πνευματική δύναμη, για το πνευματικό φως και για την πνευματική ζεστασιά. Και αυτά είναι: η δυνατή θέληση, ο φωτισμένος νους και η ζέση της αγάπης. Μ΄αυτά τα τρία πνευματικά όπλα εξόπλισε το Αγιο Πνεύμα τους στρατιώτες του Χριστού για να αντιμετωπίσουν τον κόσμο. Ο Διδάσκαλος τους είχε απαγορεύσει ακόμα και ράβδο να φέρουν από τα επίγεια όπλα.

Γιατί το πυρ εμφανίζεται με τη μορφή γλωσσών πάνω από τα κεφάλια τους; Επειδή οι απόστολοι έπρεπε μέσω της γλώσσας να κηρύξουν στους λαούς το χαρμόσυνο νέο, την ευαγγελική αλήθεια και ζωή, την επιστήμη της μετάνοιας και της συγχώρεσης. Με τον λόγο έπρεπε να μάθουν, με τον λόγο να θεραπεύουν, με τον λόγο να παρηγορούν, με τον λόγο να αγιάζουν και να καθοδηγούν, με τον λόγο να φροντίζουν την Εκκλησία. Επίσης, με τον λόγο να αμύνονται, αφού τους είπε ο Οδηγός να μην φοβούνται τους διώκτες και να μην υπερασπίζονται εαυτούς στα δικαστήρια κατά το δοκούν, επειδή είναι απλοί άνθρωποι, και τους βεβαίωσε: «Ου γαρ υμείς έστε οι λαλούντες αλλά το Πνεύμα του πατρός υμών το λαλούν εν υμίν» (Ματθ. 10, 20). Θα μπορούσαν άραγε να μιλούν τη συνηθισμένη γλώσσα των ανθρώπων για το μέγιστο χαρμόσυνο νέο το οποίο έφθασε ποτέ στα αυτιά των ανθρώπων, ότι ο Θεός εμφανίσθηκε στη γη και άνοιξε στους ανθρώπους τις πύλες της αθάνατης ζωής; Θα μπορούσε άραγε ο άνθρωπος με τη θνητή ανθρώπινη φύση να διαδώσει αυτό το ζωοποιό βάλσαμο μέσα από τη δυσωδία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και μάλιστα έως την άκρη του κόσμου; Με τίποτα και ποτέ. Μόνο το πύρινο Πνεύμα του Θεού μπορούσε να το κάνει, το οποίο διά στόματος αποστόλων σκόρπισε ουράνιες σπίθες στο επίγειο σκοτάδι.

Αλλά, άνθρωπε, δεν αισθάνθηκες ποτέ το Πνεύμα του Θεού μέσα σου; Δες, και εσύ είσαι βαπτισμένος με Πνεύμα· με νερό και Πνεύμα. Άραγε ποτέ δεν σε ξάφνιασε μέσα σου κάποια μεγάλη και φωτεινή σκέψη, σιωπηρός λόγος του Αγίου Πνεύματος; Ποτέ δεν σε ξάφνιασε σαν άνεμος και δεν φούντωσε μέσα στην καρδιά σου η αγάπη για τον Δημιουργό σου φέρνοντάς σου δάκρυα στα μάτια;

Παραδώσου στην θέληση του Θεού και φύλαξε αυτό που δονεί την ψυχή· θα γνωρίσεις το θαύμα της Πεντηκοστής, που στάθηκε πάνω από τους αποστόλους.

Ειρήνη και χαρά από το Άγιο Πνεύμα.

(ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ, "Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται", Εκδ. "Εν Πλω", σ. 104)

(Πηγή ηλ. κειμένου: diakonima.gr)

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης:" Ο Σταυρός του κάθε ανθρώπου".

  Ο Καλός Θεός οικονομάει για τον κάθε άνθρωπο έναν σταυρό ανάλογο με την αντοχή του, όχι για να βασανιστή, αλλά για να ανεβή από τον σταυρό...